- φλογώδης
- ης, ωδές1) огненный, пылающий; воспламенённый; 2) огненно-красный; 3) воспалённый;
φλογώδη χείλη — воспалённые губы;
φλογώδες μέτωπο — воспалённый лоб;
4) пламенный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φλογώδη χείλη — воспалённые губы;
φλογώδες μέτωπο — воспалённый лоб;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φλογώδης — like flame masc/fem acc pl (attic epic doric) φλογώδης like flame masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φλογώδης like flame masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογώδης — ες / φλογώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φλόξ, φλογός] 1. όμοιος με φλόγα, καυτερός 2. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, πυρρός, ξανθοκόκκινος νεοελλ. γεμάτος φλόγες αρχ. 1. ιατρ. ερυθρός λόγω φλεγμονής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φλογῶδες α) ακτινοβολούμενη… … Dictionary of Greek
φλογώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο όμοιος με φλόγα, ο φλόγινος: Λάμψιν έχει όλην φλογώδη, χείλο, μέτωπο, οφθαλμός (Δ. Σολωμός). 2. αυτός που έχει το χρώμα της φλόγας, κατακόκκινος, της φωτιάς: Φλογώδη χείλη. 3. ο γεμάτος φλόγες: Φλογώδης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλογωδέστερον — φλογώδης like flame adverbial comp φλογώδης like flame masc acc comp sg φλογώδης like flame neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογώδει — φλογώδης like flame masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) φλογώδης like flame masc/fem/neut dat sg φλογώδεϊ , φλογώδης like flame dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογώδη — φλογώδης like flame neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φλογώδης like flame masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φλογώδης like flame masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογωδεστάτων — φλογώδης like flame fem gen superl pl φλογώδης like flame masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογωδέστατα — φλογώδης like flame adverbial superl φλογώδης like flame neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογωδέστατον — φλογώδης like flame masc acc superl sg φλογώδης like flame neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογῶδες — φλογώδης like flame masc/fem voc sg φλογώδης like flame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογώδεις — φλογώδης like flame masc/fem acc pl φλογώδης like flame masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)